- εὐπαρηγόρητος
- εὐπαρ-ηγόρητος, ον,A easily alleviated,
πάθη Ptol.Tetr.153
; easily consoled, εὐ. τὴνψυχήν Vett. Val.166.8. Adv. -τως dub.l. in Phalar.Ep.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πάθη Ptol.Tetr.153
; easily consoled, εὐ. τὴνψυχήν Vett. Val.166.8. Adv. -τως dub.l. in Phalar.Ep.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐπαρηγόρητος — easily alleviated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπαρηγόρητος — η, ο (ΑΜ εὐπαρηγόρητος, ον) αυτὸς που παρηγορείται εύκολα μσν. αυτός που παρηγορεί εύκολα αρχ. αυτός που καταπραΰνεται, που ανακουφίζεται εύκολα. επίρρ... εὐπαρηγορήτως και δ. τ. ευπαρηγόρως (Α) με τρόπο που φέρνει την παρηγορία, με ψυχική… … Dictionary of Greek
εὐπαρηγόρητον — εὐπαρηγόρητος easily alleviated masc/fem acc sg εὐπαρηγόρητος easily alleviated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρηγορήτῳ — εὐπαρηγόρητος easily alleviated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρηγόρητα — εὐπαρηγόρητος easily alleviated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαρηγόρητοι — εὐπαρηγόρητος easily alleviated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευπαρηγόρως — εὐπαρηγόρως (Α) επίρρ. δ. τ. τού ευπαρηγορήτως, βλ. ευπαρηγόρητος … Dictionary of Greek